ρεοστάτης

ρεοστάτης
ο, Ν
βλ. ροοστάτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ρεοστάτης — ο συσκευή για παρεμβολή ηλεκτρικών αντιστάσεων σε κυκλώματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ροοστάτης — Μεταβλητή αντίσταση που χρησιμοποιείται για τη ρύθμιση του ρεύματος που ρέει σε ένα ηλεκτρικό κύκλωμα. Η μεταβολή της αντίστασης αυτής μπορεί να είναι ασυνεχής ή συνεχής. Στην πρώτη περίπτωση (ρ. με άλματα) ο ρ. αποτελείται από μια σειρά… …   Dictionary of Greek

  • ροοστατικός — και ρεοστατικός, ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ροοστάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rheostatic < rheostat, βλ. λ. ρεοστάτης)] …   Dictionary of Greek

  • ροοστάτης — ο βλ. ρεοστάτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”